- αθεσμοθέτητος
- -η, -οαυτός που δε θεσμοθετήθηκε, δεν καθορίστηκε με νόμο: Η κοινωνική ασφάλιση της νοικοκυράς είναι ακόμη αθεσμοθέτητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθεσμοθέτητος — η, ο [θεσμοθετώ] αυτός που δεν θεσμοθετήθηκε, δεν καθιερώθηκε με νόμο, ανομοθέτητος … Dictionary of Greek
αθέσπιστος — η, ο αυτός που δε θεσπίστηκε, αθεσμοθέτητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)